ἐκλιστρῶ

ἐκλιστρῶ
ἐκλιστράω
slap
pres imperat mp 2nd sg
ἐκλιστράω
slap
pres subj act 1st sg (attic epic ionic)
ἐκλιστράω
slap
pres ind act 1st sg (attic epic ionic)
ἐκλιστράω
slap
pres subj act 1st sg (attic epic doric ionic)
ἐκλιστράω
slap
pres ind act 1st sg (attic epic doric ionic)
ἐκλιστράω
slap
imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • εκλιστρώ — ἐκλιστρῶ ( άω) (Μ) γλιστρώ, ξεγλιστρώ …   Dictionary of Greek

  • γλιστρώ — ( άω) (Μ γλιστρῶ, όω και ἐγλιστρῶ, άω) 1. παραπατώ 2. πέφτω από γλίστρημα 3. μτφ. ξεφεύγω μ επιδεξιότητα («σε πολλές βρομοδουλειές είναι μέσα, μα πάντα γλιστρά») νεοελλ. 1. (για πράγμα) γλιστρώντας πέφτω κάτω 2. είμαι ολισθηρός 3. ξεφεύγω κατά… …   Dictionary of Greek

  • γλείφω — (Μ γλείφω) σύρω τη γλώσσα επάνω σε κάτι νεοελλ. Ι. 1. εγγίζω απαλά ή μόνο στην επιφάνεια («το κύμα έγλειφε τον βράχο») 2. κατατρώγω, καταστρέφω («δυο ποντικοί... τού δέντρου εγλείφασιν την ρίζαν») 3. βασανίζω, τριβελίζω («οι έννοιες και οι… …   Dictionary of Greek

  • γλυτώνω — και γλυτρώνω και εγλυτώνω (Μ γλυτώνω και ἐγλυτώνω) 1. απαλλάσσω κάποιον από ένα κίνδυνο ή μια συμφορά, σώζω, λυτρώνω 2. αποπερατώνω, τελειώνω 3. απαλλάσσομαι από κίνδυνο ή συμφορά, λυτρώνομαι νεοελλ. φρ. 1. «από τρίχα γλύτωσα» παρά λίγο να… …   Dictionary of Greek

  • γλύω — και γλυώ (Μ γλύω) γλυτώνω, σώζω κάποιον νεοελλ. γλυτώνω, λυτρώνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < εκλύω, με αποβολή τού ε και ανομοιωτική τροπή τού κ σε γ (πρβλ. εκλιστρώ γλιστρώ)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”